BRUNER, J. ΠΡΑΞΕΙΣ ΝΟΗΜΑΤΟΣ (ή πως το ανάγνωσα)
1. Η Σπουδή του ανθρώπου
Έπειτα από την μακρά πορεία του αντικειμενισμού, η γνωστική επανάσταση προσπάθησε να επαναφέρει το νου και το νόημα ως κεντρική ιδέα της ψυχολογίας και να προτείνει υποθέσεις για τις διεργασίες. Έχει όμως παρεκκλίνει από το νόημα στην πληροφορία, από το νόημα στην υπολογισιμότητα, και έτσι εξομοιώθηκε ο νους με το πρόγραμμα, όπου νους για τον συγγραφέα είναι καταστάσεις πρόθεσης, όπως «πιστεύω, επιθυμώ, προτίθεμαι, νόημα».
Πώς οικοδομείται όμως μια επιστήμη γύρω από την έννοια «νόημα»; Παίρνοντας υπόψιν ότι τα συμβολικά συστήματα είναι εκεί, η κουλτούρα δηλαδή και η γλώσσα. Το χάσμα ανάμεσα στην βιολογική εξέλιξη και την κουλτούρα γεφυρώθηκε με τον συνθετικό της ρόλο. Τα ανθρώπινα όντα δηλαδή αποτελούν εκφράσεις μιας κουλτούρας.
Γιατί η κουλτούρα πρέπει να αποτελεί κεντρική έννοια της ψυχολογίας;
Αν ο άνθρωπος πραγματώνει τις νοητικές του δυνάμεις μέσω της κουλτούρας, δεν μπορεί να υπάρξει ψυχολογία που να βασίζεται στο άτομο.
Tο νόημα είναι κοινό και το μοιράζονται όλοι, αλλιώς το σύστημα της κουλτούρας αποδιοργανώνεται και μαζί με αυτό αυτοί που το αποτελούν.
Είναι η «λαϊκή ψυχολογία» που ασχολείται με την φύση των καταστάσεων προθετικότητας «πεποιθήσεις, επιθυμίες, προθέσεις» και αλλάζει σύμφωνα με τις μεταβαλλόμενες αντιδράσεις της κουλτούρας στον κόσμο.
Οι επιστήμονες της συμπεριφοράς απομακρύνονται με αμηχανία από μια ψυχολογία που έχει ως κεντρικό σημείο της το νόημα, εκφράζουν μια δυσπιστία προς τον υποκειμενισμό με την ανακολουθία που υποστηρίζουν ότι υπάρχει ανάμεσα στο «τι λένε και τι κάνουν οι άνθρωποι». Υποθέτουν ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να περιγράψουν σωστά τις επιλογές τους, αλλά για την πολιτισμικά προσανατολισμένη ψυχολογία το «λέω» και το «πράττω» αντιπροσωπεύουν μια λειτουργικά αδιαχώριστη μονάδα. Η σχέση μεταξύ πράξης και λόγου είναι στις συνηθισμένες συνδιαλλαγές της ζωής ερμηνεύσιμη. Η πολιτισμική ψυχολογία δεν ασχολείται με την «συμπεριφορά» αλλά με την «πράξη» που βασίζεται στην πρόθεση.
Η κουλτούρα εθεωρείτο ως «επικάλυψη» της βιολογικά προκαθορισμένης ανθρώπινης φύσης.
Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η κουλτούρα και η αναζήτηση νοήματος μέσα στην κουλτούρα αποτελούν τις αιτίες της ανθρώπινης πράξης.
Αν οι αξίες πηγάζουν από την κοινότητα είναι σημαντικό να εξετάζονται από την άποψη του πώς συνδέουν το άτομο με την κουλτούρα. Η πολιτισμική ψυχολογία δεν έχει να ανησυχεί από το φάντασμα της σχετικοκρατίας, αν θέλει να ερμηνεύσει τις γνώσεις και τις αξίες από πολλαπλές οπτικές γωνίες χωρίς απώλεια της δέσμευσης στις δικές της αξίες.
Η επιστημονική ψυχολογία αν ακούσει την πολιτισμική κριτική θα αποκτήσει μια πιο αποτελεσματική στάση έναντι της κουλτούρας και θα κατανοήσει το τι είναι αυτό που καθιστά δυνατή και ικανοποιητική την συμβίωση των ανθρώπων. Η λαϊκή ψυχολογία χρειάζεται επεξήγηση και όχι μείωση της σημασίας της.
2. Η λαϊκή ψυχολογία: το εργαλείο της κουλτούρας
Στο πρώτο κεφάλαιο ο συγγραφέας αναφέρθηκε στην παρεκτροπή της γνωστικής επανάστασης προς την υπολογισιμότητα. Υποστηρίζει λοιπόν ότι το νόημα και το πώς δημιουργείται είναι η κεντρική έννοια της ψυχολογίας. Τα επιχειρήματα για αυτό είναι η έννοια της προθετικότητας, και η μορφή της προθετικότητας που γίνεται αντιληπτή μόνο μέσω της συμμετοχής της στα συμβολικά συστήματα της κουλτούρας. Ο νους για τον συγγραφέα είναι κοινός. Είναι σαν κάποιος νους να ανεβαίνει σε μια σκηνή που ήδη παίζεται ένα έργο, έχει όμως περιθώρια για διαπραγμάτευση. Υποστηρίζει ότι η κουλτούρα και όχι η βιολογία διαμορφώνει την ανθρώπινη ζωή. Η κουλτούρα δίνει νόημα στην πράξη με το να τοποθετεί τις καταστάσεις πρόθεσης μέσα σε ένα ερμηνευτικό σύστημα. Για τον συγγραφέα η «λαϊκή ψυχολογία» είναι ένα σύστημα με το οποίο οι άνθρωποι οργανώνουν τα βιώματά τους. Έχει μια εκπληκτική πολύπλοκη ιδέα για τον παράγοντα εαυτό, ο οποίος όχι μόνο οργανώνει τα πράγματα αλλά αφηγείται για το πώς πρέπει να είναι.
Η αφήγηση αποτελείται από μια αλληλουχία γεγονότων, νοητικών καταστάσεων και το νόημά τους προέρχεται από την πλοκή και τον μύθο. Η αφήγηση μπορεί να είναι πραγματική ή φανταστική και αυτό που καθορίζει την μορφή και το περιεχόμενό της είναι περισσότερο η ακολουθία των προτάσεων παρά η αλήθεια τους. Άλλο γνώρισμα της αφήγησης είναι ότι φτιάχνει δεσμούς ανάμεσα στο ασυνήθιστο και το συνηθισμένο για να μπορεί να ερμηνεύει το αποκλίνον. Η αφήγηση είναι και δραματισμός, όπου δραματισμός είναι η προσπάθεια να ερμηνευτεί ένα πρόβλημα. Η αφήγηση είναι το φυσικό όχημα της λαϊκής ψυχολογίας. Παρεμβάλλεται ανάμεσα στην κανονιστική κουλτούρα και τον ιδιοσυγκρασιακό κόσμο των πεποιθήσεων, επιθυμιών και ελπίδων.
Η οργάνωση του βιώματος αποτελείται από την πλαισίωση και την ρύθμιση του συναισθήματος. Η πλαισίωση βοηθά την απομνημόνευση, αλλά η ίδια είναι κοινωνική. Η ανάμνηση τροφοδοτείται από συναισθήματα και συγκινήσεις που ευνοούν την ανάπτυξη συγκεκριμένων εικόνων, στοχεύοντας στην δικαιολόγηση. Το νόημα μέσα από την αφήγηση πλαισιώνεται με ευρύτερες δομές που παρέχουν ένα ερμηνευτικό πλαίσιο για τα συστατικά μέρη που περιλαμβάνουν. Ερμηνεύουμε τα νοήματα σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες.
3. Η είσοδος στο χώρο του νοήματος.
Η δύναμη της αφήγησης βρίσκεται στο να παρατηρεί, να ερμηνεύει και να ενσωματώνει το κανονικό και τις αποκλίσεις. Ο συγγραφέας εξετάζει εδώ αυτό που ονομάζει «βιολογία του νοήματος». Υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη επικοινωνία υποκινείται από την ετοιμότητα για νοηματοδότηση και όχι από κάποιους έμφυτους παράγοντες κατάκτησης της γραμματικής της γλώσσας. Έτσι τα φωνήματα δεν κατακτώνται για την εσωτερική τους αξία, αλλά επειδή συγκροτούν τα οικοδομικά στοιχεία της γλώσσας. Οι προτάσεις δεν είναι λοιπόν οι φυσικές μονάδες επικοινωνίας, αλλά οι φυσικές μονάδες επικοινωνίας είναι οι μονάδες διαλόγου.
Μια συχνή μορφή διαλόγου είναι η αφήγηση. Η ώθηση για την δημιουργία μιας αφήγησης καθορίζει την σειρά προτεραιότητας με την οποία κατακτώνται οι γραμματικοί τύποι. Η αφήγηση χρειάζεται τέσσερα γραμματικά στοιχεία για να ολοκληρωθεί:
α. ένα μέσο, β. μια διαδοχική σειρά, γ. μια ευαισθησία για το τι είναι κανονικό ή όχι, δηλαδή την οπτική γωνία του αφηγητή. Η σειρά κατάκτησης των γραμματικών τύπων θα πρέπει να αντανακλά τις τέσσερεις αυτές προϋποθέσεις.
Στα παιδιά τα γλωσσικά τους ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στην ανθρώπινη πράξη και αλληλεπίδραση. Έτσι η πρώτη ανάγκη της αφήγησης είναι άνθρωποι και πράξεις, η δεύτερη ανάγκη είναι επισήμανση του ασυνήθιστου, η τρίτη ανάγκη διατήρηση της διαδοχής και η τέταρτη ανάγκη η οπτική γωνία του αφηγητή.
Το καθημερινό «οικογενειακό δράμα» στο παιδί εμφανίζεται με την μορφή πρώτα της πράξης, και μαθαίνει ότι αυτό που κάνει επηρεάζεται από τον τρόπου που το εξιστορεί. Έτσι η αφήγηση μετατρέπεται σε επεξηγηματική πράξη και σε ρητορική. Με αυτόν τον τρόπο το παιδί εισέρχεται στην ανθρώπινη κουλτούρα. Όταν όμως η επεξήγηση σε μια πολιτισμική κοινότητα καταρρεύσει , τότε υπάρχουν σημάδια. Το πρώτο σημάδι είναι μια βαθιά διαφωνία για το τι είναι συνηθισμένο και τι είναι εξαίρεση. Το δεύτερο είναι μια ρητορική υπερειδίκευση της αφήγησης όπου η δυσπιστία αντικαθιστά την ερμηνεία. Το τρίτο είναι η εξάντληση των αφηγηματικών πηγών, το χειρότερο σενάριο μιας ιστορίας κυριαρχεί τόσο που η απόκλιση δεν είναι πια δυνατή.
4. Αυτοβιογραφία και εαυτός.
Η έρευνα για τον εαυτό ταλαιπωρείται ανάμεσα στο ερώτημα αν αυτός αποτελεί αληθινή έννοια ή αν είναι εξαρτημένος από τον διάλογο. Όπως οι θεωρίες για την μάθηση εξελίσσονταν και άλλαξαν, παίρνοντας υπόψιν τις κοινωνικές πραγματικότητες, έτσι και οι θεωρίες για τον εαυτό έθεταν ερωτήματα για το αν ο εαυτός πρέπει να θεωρείται ως ένας διαρκής υποκειμενικός πυρήνας ή αν γινόταν καλύτερα αντιληπτός ως επιμερισμένος, δηλαδή, ως ένα προϊόν των καταστάσεων μέσα στις οποίες λειτουργεί.
Στο τέλος της δεκαετίας του ’70 εμφανίστηκε η έννοια του εαυτού ως αφηγητή ιστοριών. Αν είναι έτσι τότε ο εαυτός κατασκευάζει αφηγηματικές αλήθειες, κάτι σαν αυτοβιογραφία με διαδοχή και αιτιολόγηση. Αυτές οι ιστορίες όμως αποκαλύπτουν επίσης ένα ισχυρό ρητορικό νήμα, ένα «γιατί» που δικαιολογεί το «πώς είναι να μεγαλώνεις ως…» και να επιμερίζει τον εαυτό μέσα π.χ. στην οικογένεια.
Όπως το παράδειγμα της οικογένειας που αναφέρει ο συγγραφέας που είναι μεταφορικά επιμερισμένη γύρω από το τραπέζι που γευματίζουν. Σ’ αυτή την οικογένεια η βασική δομή του εαυτού είναι διαχωρισμένη ανάμεσα στον εαυτό «μέσα στο σπίτι» και στον εαυτό «της γνώσης του πεζοδρομίου» που βρίσκονται σε άβολη ισορροπία μεταξύ τους.
Τελειώνοντας ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι: η γνωστική επανάσταση χάθηκε επειδή εγκατέλειψε την έρευνα για την δημιουργία νοήματος προς την επεξεργασία πληροφοριών. Στην συνέχεια υποστηρίζει ότι η λαϊκή ψυχολογία, οι διαμορφωμένες δηλαδή αντιλήψεις κουλτούρας, είναι μια άσκηση στην αφήγηση ιστοριών που πρέπει να ερμηνεύσουμε. Μέσα από την έκθεση στις ιστορίες αυτές τα νήπια συμμετέχουν στην κουλτούρα χρησιμοποιώντας την γλώσσα και τον αφηγηματικό της λόγο. Και τέλος ότι ο εαυτός που κατασκευάζουμε είναι τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας κατασκευής του νοήματος, ένας εαυτός διαπροσωπικά (θα έλεγα δια-αφηγηματικά) επιμερισμένος.